αμόλευτος

αμόλευτος
-η, -ο
αυτός που δε μολύθηκε, αγνός: Η περιοχή αυτή είναι ακόμη αμόλευτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμόλευτος — η, ο [μολεύω] 1. ο μη μολεμένος, αμόλυντος 2. ηθικά αμόλυντος, ενάρετος 3. ανόθευτος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • αμόλυντος — η, ο αμόλευτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”